καθαρός

καθαρός
κᾰθᾰρ-ός, ά, όν, [dialect] Dor. [full] καθαρός Tab.Heracl.1.103, Orph.Fr.32c.1, [dialect] Aeol. [pref] κόθ- Alc.Supp.7.3; cf. ἀνακαθαίρω, κάθαρσις:
1 physically clean, spotless (not in Il.),

εἵματα Od.6.61

, Archil.12, cf. E.Cyc.35,562, etc.; of persons, cleanly,

κ. περὶ ἐσθῆτα Arist.VV1250b28

, cf.Rh.1416a23 (nisi leg. καθάριος).
2 clear of admixture, clear, pure, esp. of water,

Βορυσθένης ῥέει καθαρὸς παρὰ θολεροῖσι Hdt.4.53

;

κ. ὕδατα E. Hipp.209

(anap.);

ὕδωρ κ. ζῶν LXXNu.5.17

;

δρόσοι E.Ion96

(anap.);

κ. καὶ διαφανῆ ὑδάτια Pl.Phdr.229b

;

οὖρον Hp.Epid.1.3

;

διαχώρημα Id.Coac.640

; κ. φάος, φέγγος, Pi.P.6.14, 9.90;

πνεῦμα κ. οὐρανοῦ E.Hel.867

;

κ. ἄρτος Hdt.2.40

; of white bread, Wilcken Chr.30i17 (iii/ii B.C.), LXXJu.10.5, Gal.6.482, 19.137; ἄλευρον κ. Diocl.Fr.139; χρυσίον, ἀργύριον -ώτατον, Hdt.4.166, cf. Theoc.15.36, Ph.1.190, etc.;

σῖτος X.Oec.18.8

;

σῖτος κ. ἀπὸ πάντων PHib.1.84

(a).6 (iv/iii B.C.): freq. of grain, winnowed,

πυρὸς κ. ἄδολος POxy.1124.11

(i A.D.), cf. PTeb.93.36 (ii B.C.), etc.; of metals, etc.,

σίδηρος Sammelb.4481.13

(v A.D.), etc.; ἀρωμάτων, καθαρῶν, λαχάνων, dub. sens. in PLond.2.429.6 (iv A.D.);

ἄκρατος καὶ κ. νοῦς X.Cyr.8.7.30

;

χρόαι Arist.Sens.440a5

;

φωναί Id.Aud.801b28

; of feelings, unmixed,

μῖσος τῆς ἀλλοτρίας φύσεως Pl.Mx.245d

, cf. Thgn.89; serene,

φρήν E.Hipp.1120

(lyr.).
3 clear of objects, free, ἐν καθαρῷ (sc. τόπῳ) in an open space,

ἐν κ., ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος Il.8.491

;

ἐν κ., ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον 23.61

, cf. Ph.2.535 ([comp] Sup.); πάξαις Ἄλτιν ἐν κ. in a clearing, Pi.O.10 (11).45; ἐν κ. βῆναι to leave the way clear, S.OC1575 (lyr.); ἐν τῷ κ. οἰκεῖν live in the clear sunshine, Pl.R.520d; διὰ καθαροῦ ῥέειν, of a river whose course is clear and open, Hdt.1.202: with Subst., κελεύθῳ ἐν κ. Pi.O.6.23; χῶρος κ. Hdt.1.132;

ἐν κ. λειμῶνι Theoc.26.5

; ἐν ἡλίῳ κ. in the open sun, opp. σκιά, Pl.Phdr.239c; ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε κ. was cleared away, Hdt.7.183; κ. ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας set up the nets in open ground, X.Cyn.6.6; freq. of land, free from weeds, etc., παραδώσω τὸν κλῆρον κ. ἀπὸ θρύου καλάμου ἀγρώστεως κτλ. PTeb.105.59 (ii B.C.);

παραδώσω τὰς ἀρούρας κ. ὡς ἔλαβον BGU1018.25

(iii A.D.): c. gen., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων clear of the marks, Hdt.2.38; καθαρὸν τῶν προβόλων, of a fort, Arr.An.2.21.7; of documents, free from mistakes, POxy.1277.13 (iii A.D.); χειρόγραφον κ. ἀπὸ ἐπιγραφῆς καὶ ἀλείφαδος free from interlineation and erasure, PLond.2.178.13 (ii A.D.).
b metaph., free, clear of debt, liability, etc.,

κ. ἀπὸ δημοσίων καὶ παντὸς εἴδους BGU197.14

(i A.D.); κ. ἀπό τε ὀφειλῆς καὶ ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος ib.112.11 (i A.D.);

γῆ κ. ἀπὸ γεωργίας βασιλικῆς POxy.633

(ii A.D.); καθαρὰ ποιῆσαι to give a discharge, PAvrom. 1 A22; in moral sense, free from pollution, καθαρῷ θανάτῳ an honourable death, Od.22.462
;

θάνατον οὐ κ., τὸν δι' ἀγχόνης Ph.2.491

;

ψυχαὶ ἀρηΐφατοι καθαρώτεραι ἢ ἐνὶ νούσοις Heraclit.136

; freq. free from guilt or defilement, pure,

χεῖρες A.Eu. 313

(anap.);

καθαρὸς χεῖρας Hdt.1.35

, Antipho5.11, And.1.95;

κ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν Pl.Cra.405b

; ἔρχομαι ἐκ κοθαρῶν κοθαρά OrphFr.32c.1,al.; of ceremonial purity, καθαρὰ καὶ ἁγνή εἰμι ἀπό τε τῶν ἄλλων τῶν οὐ καθαρευόντων καὶ ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας Jusj. ap. D.59.78, cf. UPZ78.28 (ii B.C.), LXXNu.8.7,al.;

ἀπὸ τάφου καὶ ἐκφορᾶς καθαροί SIG982.9

(ii B.C.); esp. of persons purified after pollution, ἱκέτης προσῆλθες κ. A.Eu.474, cf. S.OC548, etc.; also of things, βωμοί, θύματα, δόμος, μέλαθρα, A.Supp.654 (lyr.), E. IT1163, 1231 (troch.), 693: c. gen., clear of or from . . ,

κ. ἐγκλημάτων Antipho 2.4.11

; ἀδικίας, κακῶν, Pl.R.496d, Cra.404a;

ὁ τῶν κακῶν κ. τόπος Id.Tht.177a

;

κ. τὰς χεῖρας φόνου Id.Lg.864e

;

Κόρινθον . . ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαράν X.HG4.4.6

;

κ. εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων Act.Ap.20.26

, cf. D.C.37.24;

κ. ἀπὸ ὅρκου LXXGe.24.8

; ceremonially pure, of food,

ὄσπριον Hdt.2.37

; of victims, LXXGe.7.2,al., PGen.32.9 (ii A.D.), etc.; κ. ἡμέραι, opp. ἀποφράδες, Pl.Lg.800d.
c in act. sense, purifying, cleansing,

λέβης Pi.O.1.26

;

θέειον Theoc. 24.96

.
4 of birth, pure, genuine,

σπέρμα θεοῦ Pi.P.3.15

; πόλις E.Ion673; τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, i.e. were citizens of pure blood, Th.5.8
; οἱ τῷ γένει μὴ κ. Arist.Ath.13.5; κ. ἀστοί Sch.Ar.Ach.506; καθαρόν a real, genuine saying, Ar.V.1015; κ. Τίμων a Timon pure and simple, Id.Av.1549;

κ. δοῦλος Antiph.9

(glossed by ἀπηκριβωμένος, AB105); ζημία κ., of a person, Alciphro 3.21.
5 of language, pure, ὀνόματα, λέξις, D.H.Comp.1, 3;

διάλεκτος Id.Dem.5

; so of writers, [

Λυσίας] κ. τὴν ἑρμηνείαν Id.Lys.2

; [

Ξενοφῶν] κ. τοῖς ὀνόμασι Id.Pomp.4

; also, clear, simple, σεμνὸς καὶ κ. Jul.Or.2.77a.
b Gramm., preceded by a vowel, pure, D.T. 635.10, 639.5, Hdn.Gr.2.930, al.; containing a 'pure' syllable, ib. 928.
6 without blemish, sound, ὁ κ. στρατός, τὸ κ. τοῦ στρατοῦ, the sound portion of the army, Hdt.1.211,4.135; v. supr. 4.
7 clear, exact, ἂν κ. ὦσιν αἱ ψῆφοι if the accounts are exactly balanced, D.18.227 (sed cf.

καθαιρέω 11.5

).
II Adv. purely,

ἁγνῶς καὶ καθαρῶς h.Ap.121

, Hes.Op.337: [comp] Comp.

-ωτέρως Porph.Abst.2.44

.
2 of birth,

κ. γεγονέναι Hdt.1.147

;

αἱ κ. Ἑλληνίδες Sor.1.112

, cf.Luc.Rh. Pr.24.
3 with clean hands, honestly, σὺν δίκῃ . . καὶ κ. Thgn.198; δικαίως καὶ κ. D.9.62;

κ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Pl.Phd. 108c

.
4 clearly, plainly,

λέγειν Ar.V.631

, cf. E.Rh.35 (anap.);

λέξις κ. καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Isoc.5.4

;

κ. γνῶναι Ar.V.1045

, Pl.Phd.66e; εἴσεσθαι ibid.;

καθαρώτατα ἀποδεῖξαι Id.Cra.426b

.
5 of language, purely, correctly,

-ώτερον διαλέγεσθαι Plu.2.1116e

, cf. Luc.Im.15.
6 entirely, Ar.Av.591;

κ. τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.p.71

W.;

κ. ἐς ἐφήβους τελεῖν D.C.36.25

, cf. Cod.Just.1.4.34.9: [comp] Sup. -ώτατα in its purest form, Phld.Piet.66.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθαρός — physically clean masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παστρικός, αλέρωτος: Πρέπει να διατηρούμε το σώμα μας καθαρό. 2. ανόθευτος, αγνός, αμιγής: Αυτό είναι καθαρό οινόπνευμα. 3. διαυγής, αίθριος: Σήμερα έχουμε καθαρό ουρανό. 4. αυτός που αγαπάει την καθαριότητα: Ο μάγειρας που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καθαρός, Μιχαήλ — (14ος αι.).Νόθος γιος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, δευτερότοκου γιου του Ανδρόνικου B’ (1282 1328), και της Καθαράς, θεραπαινίδας της συζύγου του, από την οποία πήρε το επώνυμό του. Ο παππούς του, Ανδρόνικος B’, επειδή δυσαρεστήθηκε από την… …   Dictionary of Greek

  • καθαρά — καθαρός physically clean neut nom/voc/acc pl καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc/acc dual καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρώτερον — καθαρός physically clean adverbial comp καθαρός physically clean masc acc comp sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρωτάτων — καθαρός physically clean fem gen superl pl καθαρός physically clean masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρωτέραις — καθαρός physically clean fem dat comp pl καθαρωτέρᾱͅς , καθαρός physically clean fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρωτέρων — καθαρός physically clean fem gen comp pl καθαρός physically clean masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρόν — καθαρός physically clean masc acc sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρώτατα — καθαρός physically clean adverbial superl καθαρός physically clean neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”